- μελανοκάρδιος
- μελᾰνο-κάρδιος, ον,A black-hearted,
Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Στυγὸς πέτρα Ar.Ra.470
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελανοκάρδιος — μελανοκάρδιος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρη καρδιά, σκληρός, ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + καρδία (πρβλ. μεγαλο κάρδιος)) … Dictionary of Greek
μελανοκάρδιος — black hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανοκάρδιον — μελανοκάρδιος black hearted masc/fem acc sg μελανοκάρδιος black hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανοκαρδίους — μελανοκάρδιος black hearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακάρδιος — διακάρδιος, ον (Α) φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek